- κλύσμα
- το (AM κλύσμα) [κλύζω]το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρωννεοελλ.1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος2. η συσκευή που χρησιμοποιείται για καθαρισμό τών εντέρων, ο κλυστήρας3. φρ. «κάνω κλύσμα σε κάποιον» — φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση με μια ενέργεια μουαρχ.1. το μέρος τής παραλίας όπου σπάνε τα κύματα, ακτή («ἀπόξυροι δὲ εἰσὶ πέτραι καὶ ὀξεῖαι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι», Λουκιαν.)2. κίναιδος ή εταίρα.
Dictionary of Greek. 2013.